Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
στυγνία
View word page
στρωφέομαι
keep turning round

ShortDef

keep turning round

Debugging

Headword:
στρωφέομαι
Headword (normalized):
στρωφέομαι
Headword (normalized/stripped):
στρωφεομαι
IDX:
82203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82204
Key:

Data

{'content': 'keep turning round'}