Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στυγνάζω
View word page
στρωφάω
to turn constantly

ShortDef

to turn constantly

Debugging

Headword:
στρωφάω
Headword (normalized):
στρωφάω
Headword (normalized/stripped):
στρωφαω
IDX:
82202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82203
Key:

Data

{'content': 'to turn constantly'}