Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
View word page
στρωτός
spread, laid, covered

ShortDef

spread, laid, covered

Debugging

Headword:
στρωτός
Headword (normalized):
στρωτός
Headword (normalized/stripped):
στρωτος
IDX:
82201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82202
Key:

Data

{'content': 'spread, laid, covered'}