Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
View word page
στρωτήρ
rafter laid upon
ShortDef
rafter laid upon
Debugging
Headword:
στρωτήρ
Headword (normalized):
στρωτήρ
Headword (normalized/stripped):
στρωτηρ
IDX:
82199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82200
Key:
Data
{'content': 'rafter laid upon'}