Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
ἄγρωσσα
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιαῖος
ἀγυιάτης
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυιοπλαστέω
ἄγυιος
Ἄγυλλα
Ἀγυλλαῖοι
View word page
ἄγρωστις
a grass that mules fed on
ShortDef
a grass that mules fed on
Debugging
Headword:
ἄγρωστις
Headword (normalized):
ἄγρωστις
Headword (normalized/stripped):
αγρωστις
IDX:
821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-822
Key:
Data
{'content': 'a grass that mules fed on'}