Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
View word page
στρῶσις
spreading, covering

ShortDef

spreading, covering

Debugging

Headword:
στρῶσις
Headword (normalized):
στρῶσις
Headword (normalized/stripped):
στρωσις
IDX:
82198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82199
Key:

Data

{'content': 'spreading, covering'}