Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στρωφέομαι
στύβη
στυγάνωρ
στυγερός
στυγερώπης
View word page
στρωμνηφόρος
carrying the bedding

ShortDef

carrying the bedding

Debugging

Headword:
στρωμνηφόρος
Headword (normalized):
στρωμνηφόρος
Headword (normalized/stripped):
στρωμνηφορος
IDX:
82197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82198
Key:

Data

{'content': 'carrying the bedding'}