Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
View word page
στρωματίτης
at which the guests found their own

ShortDef

at which the guests found their own

Debugging

Headword:
στρωματίτης
Headword (normalized):
στρωματίτης
Headword (normalized/stripped):
στρωματιτης
IDX:
82191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82192
Key:

Data

{'content': 'at which the guests found their own'}