Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
στρωτήρ
View word page
στρωματίζω
load
ShortDef
load
Debugging
Headword:
στρωματίζω
Headword (normalized):
στρωματίζω
Headword (normalized/stripped):
στρωματιζω
IDX:
82189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82190
Key:
Data
{'content': 'load'}