Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
στρῶσις
View word page
στρωματεύς
coverlet, bedspread

ShortDef

coverlet, bedspread

Debugging

Headword:
στρωματεύς
Headword (normalized):
στρωματεύς
Headword (normalized/stripped):
στρωματευς
IDX:
82188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82189
Key:

Data

{'content': 'coverlet, bedspread'}