Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
στρωμνηφόρος
View word page
στρῶμα
anything spread

ShortDef

anything spread

Debugging

Headword:
στρῶμα
Headword (normalized):
στρῶμα
Headword (normalized/stripped):
στρωμα
IDX:
82187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82188
Key:

Data

{'content': 'anything spread'}