Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
στρωμνή
View word page
στρύχνον
winter cherry, Physalis Alkekengi

ShortDef

winter cherry, Physalis Alkekengi

Debugging

Headword:
στρύχνον
Headword (normalized):
στρύχνον
Headword (normalized/stripped):
στρυχνον
IDX:
82186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82187
Key:

Data

{'content': 'winter cherry, Physalis Alkekengi'}