Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
στρωμνά
View word page
στρυφνόω
act as an astringent

ShortDef

act as an astringent

Debugging

Headword:
στρυφνόω
Headword (normalized):
στρυφνόω
Headword (normalized/stripped):
στρυφνοω
IDX:
82185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82186
Key:

Data

{'content': 'act as an astringent'}