Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
στρωματοφθορέω
στρωματοφύλαξ
View word page
στρυφνότης
a rough, harsh taste

ShortDef

a rough, harsh taste

Debugging

Headword:
στρυφνότης
Headword (normalized):
στρυφνότης
Headword (normalized/stripped):
στρυφνοτης
IDX:
82184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82185
Key:

Data

{'content': 'a rough, harsh taste'}