Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
στρωματόδεσμον
View word page
στρυφαλίς
cheese

ShortDef

cheese

Debugging

Headword:
στρυφαλίς
Headword (normalized):
στρυφαλίς
Headword (normalized/stripped):
στρυφαλις
IDX:
82182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82183
Key:

Data

{'content': 'cheese'}