Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
στρωματίζω
στρωμάτιον
στρωματίτης
View word page
Στρυμών
the Strymon

ShortDef

the Strymon

Debugging

Headword:
Στρυμών
Headword (normalized):
στρυμών
Headword (normalized/stripped):
στρυμων
IDX:
82181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82182
Key:

Data

{'content': 'the Strymon'}