Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
στρύχνον
στρῶμα
στρωματεύς
View word page
στρόφωμα
hinge, joint
ShortDef
hinge, joint
Debugging
Headword:
στρόφωμα
Headword (normalized):
στρόφωμα
Headword (normalized/stripped):
στροφωμα
IDX:
82178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82179
Key:
Data
{'content': 'hinge, joint'}