Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
στρυφνόω
View word page
στροφοποιός
ressor
ShortDef
ressor
Debugging
Headword:
στροφοποιός
Headword (normalized):
στροφοποιός
Headword (normalized/stripped):
στροφοποιος
IDX:
82175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82176
Key:
Data
{'content': 'ressor'}