Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
στρυφαλίς
στρυφνός
στρυφνότης
View word page
στροφόομαι
have the colic

ShortDef

have the colic

Debugging

Headword:
στροφόομαι
Headword (normalized):
στροφόομαι
Headword (normalized/stripped):
στροφοομαι
IDX:
82174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82175
Key:

Data

{'content': 'have the colic'}