Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
στροφώδης
στρόφωμα
στροφωτός
Στρυμονίας
Στρυμών
View word page
στροφιοῦχος
wearing the στρόφιον

ShortDef

wearing the στρόφιον

Debugging

Headword:
στροφιοῦχος
Headword (normalized):
στροφιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
στροφιουχος
IDX:
82171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82172
Key:

Data

{'content': 'wearing the στρόφιον'}