Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφάω
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
στροφοποιός
στρόφος
View word page
στροφίολος
fringe, border

ShortDef

fringe, border

Debugging

Headword:
στροφίολος
Headword (normalized):
στροφίολος
Headword (normalized/stripped):
στροφιολος
IDX:
82166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82167
Key:

Data

{'content': 'fringe, border'}