Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρουκτώριον
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφάω
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
στροφόομαι
View word page
στρόφιγξ
the pivot, axle

ShortDef

the pivot, axle

Debugging

Headword:
στρόφιγξ
Headword (normalized):
στρόφιγξ
Headword (normalized/stripped):
στροφιγξ
IDX:
82164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82165
Key:

Data

{'content': 'the pivot, axle'}