Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρουθωτός
στρουκτώριον
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφάω
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
στροφοδινέομαι
View word page
στροφή
a turning
ShortDef
a turning
Debugging
Headword:
στροφή
Headword (normalized):
στροφή
Headword (normalized/stripped):
στροφη
IDX:
82163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82164
Key:
Data
{'content': 'a turning'}