Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρουθώδης
στρουθωτός
στρουκτώριον
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφάω
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
στρόφις
View word page
στροφέω
to have the colic
ShortDef
to have the colic
Debugging
Headword:
στροφέω
Headword (normalized):
στροφέω
Headword (normalized/stripped):
στροφεω
IDX:
82162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82163
Key:
Data
{'content': 'to have the colic'}