Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Στρουθοφάγοι
στρουθώδης
στρουθωτός
στρουκτώριον
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφάω
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
Στροφίος
Στρόφιος
στρόφιος
στροφιοῦχος
View word page
στροφεύς
the socket
ShortDef
the socket
Debugging
Headword:
στροφεύς
Headword (normalized):
στροφεύς
Headword (normalized/stripped):
στροφευς
IDX:
82161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82162
Key:
Data
{'content': 'the socket'}