Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρουθοπιαστής
στρουθόπους
στρουθός
Στρουθοῦς
Στρουθοφάγοι
στρουθώδης
στρουθωτός
στρουκτώριον
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφάω
στροφεῖον
στροφεύς
στροφέω
στροφή
στρόφιγξ
στροφικός
στροφίολος
στρόφιον
View word page
στροφαλίζω
to turn
ShortDef
to turn
Debugging
Headword:
στροφαλίζω
Headword (normalized):
στροφαλίζω
Headword (normalized/stripped):
στροφαλιζω
IDX:
82157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82158
Key:
Data
{'content': 'to turn'}