Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
στρουθοπιαστής
στρουθόπους
στρουθός
Στρουθοῦς
Στρουθοφάγοι
στρουθώδης
στρουθωτός
στρουκτώριον
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφάω
View word page
στρουθός
sparrow, ostrich

ShortDef

sparrow, ostrich

Debugging

Headword:
στρουθός
Headword (normalized):
στρουθός
Headword (normalized/stripped):
στρουθος
IDX:
82149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82150
Key:

Data

{'content': 'sparrow, ostrich'}