Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντανασηκόω
ἀντανατρέχω
ἀνταναφέρω
ἀνταναχωρέω
Ἀντάνδριος
Ἄντανδρος
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανεμία
ἀντανέχω
ἀντανισόω
ἀντανίστημι
ἀντανίσωμα
ἀντανίσωσις
ἀντανοίγω
ἀντανορίδαι
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπατάω
View word page
ἀντανισόω
make equal adjust, compensate

ShortDef

make equal adjust, compensate

Debugging

Headword:
ἀντανισόω
Headword (normalized):
ἀντανισόω
Headword (normalized/stripped):
αντανισοω
IDX:
8214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8215
Key:

Data

{'content': 'make equal adjust, compensate'}