Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
στρουθοπιαστής
στρουθόπους
στρουθός
Στρουθοῦς
Στρουθοφάγοι
στρουθώδης
στρουθωτός
στρουκτώριον
στροφαῖος
View word page
στρουθοκάμηλος
an ostrich

ShortDef

an ostrich

Debugging

Headword:
στρουθοκάμηλος
Headword (normalized):
στρουθοκάμηλος
Headword (normalized/stripped):
στρουθοκαμηλος
IDX:
82145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82146
Key:

Data

{'content': 'an ostrich'}