Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
στρουθοπιαστής
στρουθόπους
στρουθός
Στρουθοῦς
Στρουθοφάγοι
στρουθώδης
View word page
στρούθινος
of στρούθειον, quince

ShortDef

of στρούθειον, quince

Debugging

Headword:
στρούθινος
Headword (normalized):
στρούθινος
Headword (normalized/stripped):
στρουθινος
IDX:
82142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82143
Key:

Data

{'content': 'of στρούθειον, quince'}