Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
στρουθοπιαστής
στρουθόπους
View word page
στρούθειον
soapwort
ShortDef
soapwort
Debugging
Headword:
στρούθειον
Headword (normalized):
στρούθειον
Headword (normalized/stripped):
στρουθειον
IDX:
82138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82139
Key:
Data
{'content': 'soapwort'}