Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
στρουθοπιαστής
View word page
στρόμβος
a body rounded
ShortDef
a body rounded
Debugging
Headword:
στρόμβος
Headword (normalized):
στρόμβος
Headword (normalized/stripped):
στρομβος
IDX:
82137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82138
Key:
Data
{'content': 'a body rounded'}