Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
View word page
στρομβοειδής
like a στρόμβος 3

ShortDef

like a στρόμβος 3

Debugging

Headword:
στρομβοειδής
Headword (normalized):
στρομβοειδής
Headword (normalized/stripped):
στρομβοειδης
IDX:
82136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82137
Key:

Data

{'content': 'like a στρόμβος 3'}