Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
στρουθοκάμηλος
View word page
Στρομβιχίδης
Strombichides
ShortDef
Strombichides
Debugging
Headword:
Στρομβιχίδης
Headword (normalized):
στρομβιχίδης
Headword (normalized/stripped):
στρομβιχιδης
IDX:
82135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82136
Key:
Data
{'content': 'Strombichides'}