Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
στρουθίον
στρουθισμός
View word page
στρομβηδόν
like a top, whirling

ShortDef

like a top, whirling

Debugging

Headword:
στρομβηδόν
Headword (normalized):
στρομβηδόν
Headword (normalized/stripped):
στρομβηδον
IDX:
82134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82135
Key:

Data

{'content': 'like a top, whirling'}