Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
στρούθειον
στρούθειος
στρουθιασμός
στρουθίζω
στρούθινος
View word page
στρογγύλωσις
a rounding
ShortDef
a rounding
Debugging
Headword:
στρογγύλωσις
Headword (normalized):
στρογγύλωσις
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλωσις
IDX:
82132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82133
Key:
Data
{'content': 'a rounding'}