Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
στρόμβος
View word page
στρογγύλος
round, spherical

ShortDef

round, spherical

Debugging

Headword:
στρογγύλος
Headword (normalized):
στρογγύλος
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλος
IDX:
82127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82128
Key:

Data

{'content': 'round, spherical'}