Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
στρομβοειδής
View word page
στρογγυλοπρόσωπος
round-faced

ShortDef

round-faced

Debugging

Headword:
στρογγυλοπρόσωπος
Headword (normalized):
στρογγυλοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοπροσωπος
IDX:
82126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82127
Key:

Data

{'content': 'round-faced'}