Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
Στρομβιχίδης
View word page
στρογγυλόπους
with round legs

ShortDef

with round legs

Debugging

Headword:
στρογγυλόπους
Headword (normalized):
στρογγυλόπους
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοπους
IDX:
82125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82126
Key:

Data

{'content': 'with round legs'}