Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
στρογγυλώψ
στρομβηδόν
View word page
στρογγυλόπλευρος
round-sided

ShortDef

round-sided

Debugging

Headword:
στρογγυλόπλευρος
Headword (normalized):
στρογγυλόπλευρος
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοπλευρος
IDX:
82124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82125
Key:

Data

{'content': 'round-sided'}