Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
στρογγυλόω
στρογγύλωμα
στρογγύλωσις
View word page
στρογγυλόλοβος
with round pods

ShortDef

with round pods

Debugging

Headword:
στρογγυλόλοβος
Headword (normalized):
στρογγυλόλοβος
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλολοβος
IDX:
82122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82123
Key:

Data

{'content': 'with round pods'}