Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρογγυλοτομία
View word page
στρογγυλοδίνητος
turned into a round shape, rounded
ShortDef
turned into a round shape, rounded
Debugging
Headword:
στρογγυλοδίνητος
Headword (normalized):
στρογγυλοδίνητος
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοδινητος
IDX:
82119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82120
Key:
Data
{'content': 'turned into a round shape, rounded'}