Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
στρογγυλοναύτης
στρογγυλόπλευρος
στρογγυλόπους
στρογγυλοπρόσωπος
στρογγύλος
στρογγυλότης
View word page
στρογγυλόγλυφος
with carved mouldings

ShortDef

with carved mouldings

Debugging

Headword:
στρογγυλόγλυφος
Headword (normalized):
στρογγυλόγλυφος
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλογλυφος
IDX:
82118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82119
Key:

Data

{'content': 'with carved mouldings'}