Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλοειδής
στρογγυλόκαυλος
στρογγυλόλοβος
View word page
στρογγυλαίνω
make round
ShortDef
make round
Debugging
Headword:
στρογγυλαίνω
Headword (normalized):
στρογγυλαίνω
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλαινω
IDX:
82112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82113
Key:
Data
{'content': 'make round'}