Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
View word page
στροβιλόω
turn about, keep going

ShortDef

turn about, keep going

Debugging

Headword:
στροβιλόω
Headword (normalized):
στροβιλόω
Headword (normalized/stripped):
στροβιλοω
IDX:
82109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82110
Key:

Data

{'content': 'turn about, keep going'}