Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
στρόγγυλμα
στρογγυλόγλυφος
View word page
στροβιλός
whirling
ShortDef
whirling
Debugging
Headword:
στροβιλός
Headword (normalized):
στροβιλός
Headword (normalized/stripped):
στροβιλος
IDX:
82108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82109
Key:
Data
{'content': 'whirling'}