Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
στρογγύλισμα
στρογγύλλω
View word page
στροβιλοειδής
conical

ShortDef

conical

Debugging

Headword:
στροβιλοειδής
Headword (normalized):
στροβιλοειδής
Headword (normalized/stripped):
στροβιλοειδης
IDX:
82106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82107
Key:

Data

{'content': 'conical'}