Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
στρογγυλίζω
στρογγύλιον
View word page
στροβίλιον
small pine-cone
ShortDef
small pine-cone
Debugging
Headword:
στροβίλιον
Headword (normalized):
στροβίλιον
Headword (normalized/stripped):
στροβιλιον
IDX:
82104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82105
Key:
Data
{'content': 'small pine-cone'}