Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
στροβύλος
στρογγυλαίνω
View word page
στροβιλίζω
to twist about
ShortDef
to twist about
Debugging
Headword:
στροβιλίζω
Headword (normalized):
στροβιλίζω
Headword (normalized/stripped):
στροβιλιζω
IDX:
82102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82103
Key:
Data
{'content': 'to twist about'}