Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στρίφνος
στριφνότης
στροβανίσκος
στροβεία
στροβεύς
στροβέω
στροβητός
στροβιλᾶς
στροβιλέα
στροβιλεϊνόν
στροβιλεών
στροβίλη
στροβιλίζω
στροβίλινος
στροβίλιον
στροβιλίτης
στροβιλοειδής
στρόβιλος
στροβιλός
στροβιλόω
στρόβος
View word page
στροβιλεών
pinetum

ShortDef

pinetum

Debugging

Headword:
στροβιλεών
Headword (normalized):
στροβιλεών
Headword (normalized/stripped):
στροβιλεων
IDX:
82100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82101
Key:

Data

{'content': 'pinetum'}